- απτέρυγος
- κ. αφτέρουγος κ. απτερύγωτος, -η, -ο (Α ἀπτέρυγος, -ον)αυτός που δεν έχει βγάλει ακόμη φτερά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀπτέρυγος — without wings masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπτερύγους — ἀπτέρυγος without wings masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπτερύγων — ἀπτέρυγος without wings masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)